- ακρότητα
- [-ης (-ητος)] η крайность; чрезмерность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρότητα — η (Α ἀκρότης) [ἄκρος] έλλειψη μέτρου, υπερβολή, κατάχρηση αρχ. 1. η μεγαλύτερη ένταση, ο ψηλότερος βαθμός, δυναμικότητα 2. έσχατο σημείο, άκρο 3. τελειότητα, κορυφή, αποκορύφωμα … Dictionary of Greek
ακρότητα — η η υπερβολή, το πέρα από τα όρια: Στη χθεσινή γενική συνέλευση σημειώθηκαν μερικές ακρότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρότητα — ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκρότητα — ἀκρότητα , ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητα , ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
Βικέλας, Δημήτρης — (Σύρος 1835 – Κηφισιά 1908).Πεζογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αστική οικογένεια με πνευματική παράδοση και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στην Κωνσταντινούπόλη και στην Οδησσό. Κατόπιν έζησε για 20 χρόνια στο Λονδίνο (από… … Dictionary of Greek
Κλάρας, Μπάμπης — (Λαμία 1910 – 1987). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Ήταν αδελφός του Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη, βλ. λ.). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερβολή — η 1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου. 2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας. 3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή. 4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)